Η περιπέτεια ενός φορτίου ναξιακής σμύριδας

—της Χριστίνας Βάρδα—

Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1829, λίγο πριν από τις γιορτές, η σεβαστή «Κυρία» Επιτροπή της Οικονομίας[1] έστειλε διαταγή από το Ναύπλιο, όπου κατοικοέδρευαν τα μέλη της, στη Νάξο, να φορτωθεί μία εμπορική παραγγελία με προορισμό τη Μάλτα.

Η διαταγή ήταν προς τον Θεόδωρο Σκυλίτζη,[2] διορισμένο από την Διοίκηση επιστάτη της Σμύριδας και της Αλυκής Νάξου. Έπρεπε να φορτώσει μία ποσότητα σμύριδας[3] στο «εθνικόν ομβρίκιον» Αχιλλεύς, που θα την μετέφερε διασχίζοντας τα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου, στον παραλήπτη Ιωάννη Γούναρη, στη Μάλτα.

Η διαταγή ήταν απλή και σαφής, η εκτέλεσή της όμως συνάντησε αρκετές αντιξοότητες. Η φόρτωση 1.715 κανταριών (960 περίπου κιλών) σμύριδας δεν ήταν ούτε απλή ούτε εύκολη υπόθεση, όπως αποδείχθηκε.[4] Το να αγκυροβολήσει και να παραλάβει φορτίο, ένα μπρίκι χωρητικότητας 195 τόνων σε έναν όρμο στη βορειοανατολική ακτή της Νάξου, στη σκάλα του Λιώνα[5], επίνειο του Κόρωνου (παλαιά ονομασία Βόθροι), όπου εξορυσσόταν η σμύριδα, ήταν λίαν ριψοκίνδυνο λόγω καιρικών συνθηκών, αν όχι ακατόρθωτο.

Από δύο επιστολές του επιστάτη Θεόδωρου Σκυλίτζη[6] προς τον Προσωρινό Διοικητή Νάξου και την Επιτροπή Οικονομίας μαθαίνουμε τις πολλές δυσκολίες και τους κινδύνους της επιχείρησης «φόρτωση σμύριδας» εν μέσω χειμώνος και αιγαιοπελαγίτικης θαλασσοταραχής.

Οι δυνατοί άνεμοι των ημερών και η ανυπαρξία ασφαλούς λιμανιού εμπόδισαν τον πλοίαρχο Δήμα Φωτιά να πλησιάσει τον τόπο της Νάξου και έτσι, στις 20 Δεκεμβρίου, το μπρίκι Αχιλλεύς άραξε στο λιμάνι της Νάουσας, απέναντι, στην κοντινή Πάρο. Ο Σκυλίτζης συναντήθηκε με τον πλοίαρχο για να κανονίσουν τα αναγκαία για την φόρτωση και «εκρίθη εύλογον με ευχαρίστησίν του» [του πλοιάρχου] να πάει το πλοίο σε άλλο μέρος, στη Σάντα Μαρία, κόλπο σχετικά προστατευμένο, με νότιο προσανατολισμό, στην βορειοανατολική ακτή της Πάρου, σε κοντινή απόσταση από τη Νάουσα. Εκεί θα έφταναν τα πλοιάρια των ντόπιων με το «πράγμα», το φορτίο της σμύριδας για να μεταφορτωθεί στο εθνικό πλοίο.

Οι Κυκλάδες, με την Παροναξία στο κέντρο. Λεπτομέρεια από γαλλικό χάρτη του 1738 (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Ανταμώθηκε λοιπόν με τους καραβοκυραίους Βαλσαμάκη Κεφαληναίο, Μηνά και Βασίλειο Κασιότη, Δημήτριο Καλέργη, Μιχαήλ Σάρδη, Καραγιάννη Τζεσμελή, Λαμπρινό Χίο, Σταύρο Πατέλη, Σαραντινό Παπίνη και τους πρότεινε να μεταφέρουν με τα καΐκια τους τη σμύριδα από τον Λιώνα στο αραγμένο στη Σάντα Μαρία καράβι, με την «ανίκουστο» αμοιβή των 20 παράδων το καντάρι που μέχρι τότε δεν είχε δοθεί ποτέ. Οι καπετάνιοι στην αρχή συμφώνησαν, αλλά βλέποντας τις φουρτούνες στη θάλασσα ζήτησαν 30 παράδες. Ο επιστάτης σε συνεννόηση με τους υπεύθυνους του Δασμοτελωνείου τους προσέφεραν 25 παράδες το καντάρι, αλλά ούτε τότε δέχθηκαν.

Απελπισμένος ο Θ. Σκυλίτζης απευθύνθηκε στον Προσωρινό Διοικητή της Νάξου λέγοντας ότι «δεν θέλουν κατουδένα τρόπον να υπάγουν εις την εκπλήρωσιν της συμφονίας τους» και, για να μην καθυστερεί περισσότερο το «εθνικόν ομβρίκιον», να τους αναγκάσει να τηρήσουν τον λόγο τους. «Εβιάστηκαν» από τον Διοικητή, άγνωστο με τί υποσχέσεις και αντάλλαγμα, και τελικά δέχθηκαν να πάνε να φορτώσουν. Μόλις συναίνεσαν οι καπετάνιοι, αμέσως ξεκίνησε με το μουλάρι ο Λεονής Σφιράτζας, συνεργάτης του επιστάτη, για τη σκάλα του Λιώνα, όπου έφτασε νύχτα και όπου ήταν στοιβαγμένα 35.000 καντάρια εξορυγμένης σμύριδας. Συγχρόνως έφτασαν και τα οκτώ πλοιάρια για να φορτώσουν αλλά, βλέποντας τον καιρό αγριεμένο, βιάστηκαν να πάρουν από τον σωρό στην παραλία, ζυγισμένη και αζύγιστη, σμύριδα για να μην κινδυνέψουν. Ο Σφιράτζας είχε ζυγίσει, τρεις μέρες πριν, 1.700 καντάρια και κράταγε τον λογαριασμό, αλλά μέσα στη νύχτα, στη βιασύνη και τον φόβο των καπεταναίων να μην αγριέψει η θάλασσα, πήραν και ποσότητα φορτίου που ήταν αζύγιστη.

Το ίδιο βράδυ του Σαββάτου, τα πλοιάρια σαλπάρανε φορτωμένα από τον Λιώνα για τη Σάντα Μαρία της Πάρου όπου έφτασαν όλα μαζί στις 4 τα ξημερώματα. Το πρωί, ενώ είχαν αρχίσει να ξεφορτώνουν στο εθνικό πλοίο, ο καπετάν Φωτιάς τους είπε ότι «τόνα είναι αζύγιστο». Τότε όμως έπιασε ξαφνικά μια τρικυμία και έγινε χαλασμός μεγάλος. Κόπηκε το παλαμάρι ενός καϊκιού, «συντρίφτηκε», δηλαδή συγκρούστηκε με το άλλο που ήταν δίπλα του και, ω συμφορά, «άνοιξαν και τα δύο και επήγαν εις τον πάτον της θαλάσσης»! Οι υπόλοιποι καπεταναίοι βλέποντας τον κίνδυνο να πάθουν παρόμοια ζημιά άρχισαν να ρίχνουν τη σμύριδα, άλλοι στη ξηρά και άλλοι στη θάλασσα, για να ελευθερωθούν από το βάρος, με αποτέλεσμα μέρος του φορτίου να σκορπιστεί στην παραλία και 540 καντάρια να βυθιστούν μαζί με τα δύο πλοιάρια στον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς που το φορτίο δεν είχε μεταφερθεί ακόμα στα αμπάρι του μπρικιού γιατί αν ήταν «πράγμα βαρμένο μέσα και αυτό δύσκολα εγλύτωνεν» καθώς τα νερά δεν ήταν βαθιά και, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο καπετάνιος, το πλοίο του «εκινδύνευσε μεγάλως».

Έτσι η φόρτωση της σμύριδας στη Σάντα Μαρία εξελίχθηκε σε μία ναυτική περιπέτεια, με απώλειες πλοίων και φορτίων λόγω της τρικυμίας και του «αλίμενου» του τόπου. Προσωπικά διερωτώμαι γιατί δεν έγινε εξαρχής η φόρτωση στη Νάουσα[7] που είναι ένα ιδανικό φυσικό λιμάνι! Το ίδιο πρωί του δυστυχήματος ο καπετάν Φωτιάς έφυγε και πήγε να αράξει στη Νάουσα ενώ έστειλε τη βάρκα του να πάρει όλη τη σμύριδα που ήταν στη στεριά.

Στη φορτωτική που υπέγραψε ο πλοίαρχος του Αχιλλέα στις 8 Ιανουαρίου 1830, είκοσι μέρες μετά τον κατάπλου του στο νησί, δήλωνε ότι παρέλαβε από τον επιστάτη Θ. Σκυλίτζη στο λιμάνι της Νάουσας 1.175 καντάρια σμυρίγλι για να το μεταφέρει «Θεού θέλοντος» στη Μάλτα. Από τον λογαριασμό εξόδων του επιστάτη προς την Επιτροπή Οικονομίας, σημειώνουμε το βάρος του φορτίου που μετέφερε καθένας καϊκτζής (προς 25 παράδες το καντάρι, σύνολο 734,15 γρόσια), την πληρωμή «κατά το παλαιόν» των σκαλιέρηδων που ήταν δύο παράδες το καντάρι (1.175×2= 85,30 γρόσια) καθώς και την πληρωμή για πέντε αγώγια από το χωριό στο λιμάνι «παγεμό και ερχομό» (14,20 γρόσια). Το συνολικό κόστος της συναρπαστικής αυτής μεταφοράς και φόρτωσης ανήλθε σε 834 γρόσια, ενώ ο επιστάτης δεν πλήρωσε στους δύο άτυχους ναυτικούς το ναύλο για τη σμύριδα που έπεσε στη θάλασσα και ζητούσε να τους ευσπλαχνιστεί η Επιτροπή.

Δύο μήνες περίπου αργότερα καθησύχαζε την Επιτροπή ότι θα φρόντιζε και για την τύχη των 540 κανταριών που έπεσαν στη θάλασσα της Σάντα Μαρία, σε βάθος δύο πήχεων (1,28μ.), μόλις θα έκανε καλοσύνη, γιατί η σμύριδα μπορούσε να ανασυρθεί σχετικά εύκολα χωρίς πολλά έξοδα.

Η βυθισμένη σμύριδα ήταν ακόμα στη θέση της τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και ο νέος επιστάτης της Σμύριδας και Αλυκής Νάξου, ο Αναστάσιος Σερφιότης, πρώην δασμοτελώνης, πρότεινε να παραμείνει εκεί, γιατί τα έξοδα για να μεταφερθεί στο λιμάνι ήταν περισσότερα από την αξία της, ενώ θα μπορούσε να ανασυρθεί και να πουληθεί επιτόπου, σε μικρή τιμή, αν εμφανιζόταν κάποιος ενδιαφερόμενος αγοραστής.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1830 η Επιτροπή Οικονομίας που προβληματιζόταν ιδιαίτερα για τα πενιχρά έσοδα από την εκμετάλλευση της σμύριδας, διακήρυξε δημοπρασία για την ενοικίαση της σμύριδας Νάξου σε ιδιώτη, για πέντε χρόνια, ελπίζοντας σε καλύτερα αποτελέσματα για το Εθνικό Ταμείο.

* * *

[1]Μέλη της Επιτροπής ήταν ο Γεώργιος Σταύρος, φίλος του Ι. Καποδίστρια και του Ι. Γ. Εϋνάρδου και μετέπειτα ισόβιος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, ο Ιωάννης Κοντουμάς και ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος. Στην ευθύνη της Επιτροπής Οικονομίας και της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας ήταν η επίβλεψη και η φροντίδα διαχείρισης των εθνικών προσόδων για το Εθνικό Ταμείο της Ελληνικής Πολιτείας, που προέρχονταν από τα εθνικά κτήματα (σταφιδάμπελοι, ελαιόδενδρα), τα ορυκτά της Μήλου και της Νάξου και τις Αλυκές.

[2]Ο Θ. Σκυλίτζης είχε διοριστεί από την Επιτροπή Οικονομίας επιστάτης στις 18 Μαρτίου 1829, με μισθό 300 γρόσια, ο δε βοηθός του Λ. Σφιράτζας, ένα μήνα αργότερα, στις 22 Απριλίου, με μισθό 250 γρόσια. Τον Αύγουστο του 1830 παρέδωσαν την επιστασία, τους λογαριασμούς και τα εργαλεία της Αλυκής στους νέους επιστάτες Αναστάσιο Σερφιότη και στον συνεργάτη του Μ. Άμιρο, υπαλλήλους του Τελωνείου Νάξου. Βλ. αρχείο Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, υποφάκ. 1.4, επιστολή 13 Μαρτίου 1830.

[3] Η σμύριδα (ή σμυρίγλι) [αγγλικά: emery], γνωστό ορυκτό από την αρχαιότητα σαν λειαντικό υλικό, εντοπίζεται μέσα στο μάρμαρο και τα κύρια συστατικά του είναι το κορούνδιο, ο μαγνητίτης και ο αιματίτης. Το κορούνδιο της προσδίδει τη σκληρότητα. Το ορυκτό εξορυσσόταν στην ορεινή Νάξο στις πλαγιές του όρους Αμόμαξη, κυρίως στους Βόθρους και στην Απείρανθο, ενώ μεταφερόταν εκείνη την εποχή, με αγώγια στην παραθαλάσσια σκάλα του Λιώνα (Λεώνας/Λυώνας) για φόρτωση.

[4]Η συγκεκριμένη ποσότητα ήταν μικρή σε σχέση με την σμύριδα που είχε εξορυχθεί και κουβαληθεί στον Λιώνα. Εκεί 35.000 καντάρια ήσαν εξορυγμένα περιμένοντας την ενδεχόμενη ζήτηση για αγορά. Πολλές φορές είχε γράψει ο επιστάτης στην Επιτροπή «διά την δυστυχίαν του αυτού πράγματος», γι’ αυτό και είχε σταματήσει την εξόρυξη ήδη από τον Οκτώβριο του 1829, ενώ αν είχαν συνεχίσει κανονικά την εξόρυξη οι εργάτες, θα μπορούσαν να διαθέτουν ακόμα και 100.000 καντάρια. Βλ. υποφάκ. 1.4, επιστολή 22 Μαρτίου 1830.

[5]Από την πρόταση εμπορικής συμφωνίας του Χριστόφορου Λαμηρά προς την Επιτροπή της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας για την απόκτηση του μονοπωλίου πώλησης σμύριδας στη Σμύρνη, μαθαίνουμε ότι θέλει να εξάγει καθαρή σμύριδα μόνο από το «σκάλωμα του Λιόνος του οποίου η ποιότης είναι αληθής και δεκτή εις τους αγοραστάς». Βλ. υποφάκ. 1.4, Χρ. Λαμηράς, Αίγινα, 13 Μαρτίου 1830.

[6]Όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτό το μικρό άρθρο αντλήθηκαν από τα αρχειακά τεκμήρια που περιέχονται στην ενότητα «Εθνικές πρόσοδοι – Επιτροπή Ορυκτών Μήλου, Σμύριδα και Αλυκή Νάξου» του αρχείου της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας και κυρίως από τις επιστολές και τους επισυναπτόμενους λογαριασμούς με ημερομηνίες Νάξος, 27 Δεκεμβρίου 1829 και 12 Ιανουαρίου 1830. Βλέπε υποφάκ. 1.4 του αρχείου.

[7]Ο κόλπος της Νάουσας, παρότι βρίσκεται στο βόρειο μέρος της Πάρου, είναι ένα μεγάλο, φυσικό, κλειστό και ασφαλές λιμάνι. Υπήρξε αγκυροβόλι των πειρατών του Αιγαίου και ναύσταθμος του ρωσικού στόλου στα Ορλωφικά, όπου περίπου 100 πλοία είχαν τη βάση τους το διάστημα 1770-1775.

* * *

Φωτο: FAOS / Lifo 17.3.2015

 

Ονομαζομένη Ασημίνα του Αντρέα Δούκα

 Γυναίκα του ναυάρχου των Ψαριανών Νικολή Αποστόλη

—της Χριστίνας Βάρδα—

Η αλληλογραφία του γάλλου προξένου στη Σμύρνη, P.E. David[1] με τους προκρίτους των νησιών του Αρχιπελάγους και ιδιαίτερα  με τους Ψαριανούς, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς επικεντρώνεται σε θέματα σχετικά με τις πειρατικές δραστηριότητες των ελλήνων ναυτικών, με κυρίαρχο αυτό της βίαιης οικειοποίησης λειών: πλοίων, εμπορευμάτων αλλά και αιχμαλώτων. Όλα  τους, είδη ανταλλάξιμα και εμπορεύσιμα.

Ίσως το ζήτημα των αιχμαλώτων κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης να είναι αρκούντως γνωστό –κυρίως μέσα από την εξιστόρηση τόσο των αλώσεων φρουρίων και πόλεων (Μεσολόγγι, Τριπολιτσά), όσο και των διαφόρων μαχών- αλλά οι πρακτικές απελευθέρωσης, καθώς και οι πολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις τους στην Ελλάδα, στην Ανατολή  αλλά και στην Ευρώπη της εποχής, έχουν, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ελάχιστα μελετηθεί[2].

Στη βασική και ιδιαίτερα κατατοπιστική για το θέμα μελέτη του Απ. Βακαλόπουλου[3], οι αιχμάλωτοι των Ελλήνων χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: σε όσους προέρχονταν από τους κυρίως αιχμαλώτους πολέμου στη διάρκεια των μαχών, σε άνδρες και γυναικόπαιδα  που βρέθηκαν στην ύπαιθρο χωρίς να έχουν μπορέσει εγκαίρως να κλειστούν στα φρούρια, σε όσους αιχμαλωτίστηκαν κατά την παράδοση ή άλωση φρουρίων ή οχυρωμένων πόλεων και τέλος στους αιχμαλώτους που προέρχονταν από τους τουρκικούς πληθυσμούς των μικρασιατικών παραλίων ή ήσαν επιβάτες τουρκικών και αιγυπτιακών εμπορικών και πολεμικών πλοίων, που έπιαναν οι έλληνες ναυτικοί της Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρών και της Σάμου στις θαλάσσιες περιπολίες τους και όχι μόνο. Όσο για την τύχη των αιχμαλώτων, αυτή ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Άλλοτε θανατώνονται, άλλοτε ανταλλάσσονται ή γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας. Οι γυναίκες και οι θυγατέρες των επισήμων αργά ή γρήγορα εξαγοράζονταν, ενώ οι άνδρες συνήθως θανατώνονταν, εκτός από τους γιατρούς που ήσαν λιγοστοί και άρα ιδιαίτερα χρήσιμοι. Όσον αφορά τις αγοραπωλησίες και εξαγορές αιχμαλώτων, η αλληλογραφία των Ψαριανών, Σπετσιωτών και  Σαμίων με τον David κομίζει πιστεύω ενδιαφέροντα στοιχεία.

Από το σύνολο των επιστολών που αντάλλαξε ο David με τους Ψαριανούς και τους Σπετσιώτες, την περίοδο 1823-1824 και που σώζονται στο αρχείο του[4], οι μισές περίπου αναφέρονται σε εξαγορές ή ανταλλαγές  Ελλήνων, Τούρκων, Αράβων ή Εβραίων αιχμαλώτων. Δεν είναι τυχαίες οι αμοιβαία καλές σχέσεις του David με τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Ψαριανούς.  Η γειτνίαση των Ψαρών με το λιμάνι της Σμύρνης και η στάση του που έσωσε τόσους Έλληνες όταν τους προσέφερε καταφύγιο στο γαλλικό προξενείο, τον Απρίλιο του 1821 στο ξεκίνημα της Επανάστασης, ήταν καθοριστικές. Οι Έλληνες τους χρωστούσαν ευγνωμοσύνη και χρειάζονταν την φιλική υποστήριξή της χώρας του και του ιδίου. Με αυτά τα δεδομένα ο ίδιος  πληρούσε τους όρους ενός  ιδανικού μεσολαβητή τόσο για τους Τούρκους όσο και για τους Έλληνες.

Από την ανάγνωση και μελέτη των επιστολών αναδύονται ενδιαφέρουσες, μικρές, πικρές ιστορίες, τις οποίες διατρέχουν ο ανθρώπινος παράγοντας  και οικονομικά οφέλη.

Τον Φεβρουάριο του 1823 ο David ζητά από τους Ψαριανούς, ως προσωπική χάρη, την επιστροφή του Μεχμέτ Ρέις και του νεαρού Αλή Χουσεΐν που χρησιμοποιούσε για δουλειές στο σπίτι του στη Σμύρνη —που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι με το καΐκι τους—, υποσχόμενος να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση, ενώ ρωτά μήπως ο πλοίαρχος θέλει κάποια πληρωμή. Οι Ψαριανοί τους ελευθερώνουν και τους στέλνουν πίσω, χωρίς χρήματα, σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους «στον φιλάνθρωπο ευεργέτη του ελληνικού έθνους». Τον Μάρτιο ζητά τον Σαβί Μεχμέτ, αλλά οι Ψαριανοί του απαντούν ότι ο Τούρκος πουλήθηκε στο Καραπουρνού για 500 γρόσια πριν φτάσει στο νησί τους. Στις 30 Ιουνίου οι Ψαριανοί έχουν πληροφορηθεί, καθώς γράφουν, ότι οι δελιμπασήδες του πασά της Σμύρνης έχουν φέρει τέσσερις έλληνες αιχμαλώτους και ζητούν να γίνει ανταλλαγή με τέσσερις Τoύρκους Σμυρναίους, τους οποίους κρατούν εκείνοι. Στις 6 Σεπτεμβρίου, οι Ψαριανοί ζητούν την μεσολάβησή του για την απελευθέρωση του πλοιάρχου Σταματάρα και των συντρόφων του, που τελικά στασίασαν και ελευθερώθηκαν μόνοι τους. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ο David ζητά την απελευθέρωση του Σελεβρία Μουσταφά, αλλά οι Ψαριανοί βεβαιώνουν τη θανάτωσή του πριν φτάσει στο νησί. Τον επόμενο μήνα γίνεται αναφορά σε έναν Άραβα που αναζητά ο David, ενώ οι Ψαριανοί του απαντούν ότι τον έχουν στείλει (διάβαζε πουλήσει) από καιρό στην Αθήνα καθώς και σε έξι Τούρκους και οκτώ τουρκικά πλοία που είχαν συλλάβει οι Ψαριανοί στα Ουρλά. Τα μεν πλοία πουλήθηκαν σε δημοπρασία, οι δε Οθωμανοί δεν είχαν φθάσει ακόμα στα Ψαρά. Το Μάρτιο του 1824 οι Ψαριανοί ζητούν πίσω ένα ψαριανό πλοίο και τέσσερις ναύτες που κρατούνται στη Σμύρνη.

Την εικόνα των αιτημάτων συμπληρώνουν οι επιστολές του David προς τους προκρίτους των Σπετσών. Στην πρώτη (8 Φεβρουαρίου 1823) μεσολαβεί για το γάλλο πρόξενο στην Τρίπολη που ζητά τον Αλγερινό Μεχμέτ Ντρίμπιτσα, επιβάτη αυστριακής εμπορικής γολέτας που αιχμαλωτίστηκε από σπετσιώτικο πειρατικό μπρίκι, αλλά οι Σπετσιώτες του απαντούν ότι  προσπαθώντας να δραπετεύσει θανατώθηκε. Σε δύο άλλες (20 και 22 Απριλίου 1823) ζητά την επιστροφή τουρκικής σακολέβας για την παραλαβή της οποίας στέλνει με το διοικητή της  γαλλικής ναυτικής μοίρας 2.200 γρόσια καθώς και την απελευθέρωση της εντεκάχρονης Αϊσέ, κόρης του Αχμέτ αγά του Ναυαρίνου που βρίσκεται στο σπίτι του Κωνσταντή, συγγενή του ναυάρχου των Σπετσών Γ. Κολανδρούτσου. Η Αϊσέ παραδίδεται στα χέρια του γάλλου ναυτικού και επιστρέφει τελικά στη Σμύρνη με τον κύριο Gaston de Missiessi. Όταν ο πατέρας παίρνει πίσω την κόρη του, ο David, που παρευρίσκεται στην παράδοση, σχολιάζει τη συγκίνηση της συνάντησης και την απορία του που μαζί με την Αϊσέ, του επιστρέφεται και το πουγγί με τα  χρήματα (850 πιάστρα) που είχε καταβάλει για την απελευθέρωσή της, αφού οι Σπετσιώτες έκριναν «απρεπές» να εισπράξουν τα λύτρα[5]. Στην τελευταία επιστολή του προς τους προκρίτους Σπετσών (17 Νοεμβρίου1823) ζητά τον οκτάχρονο Μεχμέτ Εμίν που ήταν σκλαβωμένος μαζί με τη μητέρα του, την οποία όταν ο κύριός της την ελευθέρωσε, της υποσχέθηκε να της στείλει πίσω και το γιο της. Την κορωνίδα της οικονομικής συναλλαγής του δουλεμπορίου προσφέρουν οι δύο επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ David και προκρίτων της Σάμου (20 και 16/28 Ιουνίου 1823 αντίστοιχα). Ο David ζητά την εξαγορά δύο προστατευομένων του, Ισραηλιτών, του Ελία Ζοχάμη και του οκτάχρονου γιου του Μορένο Ραφαήλ για τους οποίους προτείνει ως ανώτατο ποσό εξαγοράς 2.000 πιάστρα, ενώ ζητά όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή ως αναγνώριση των υπηρεσιών που έχει προσφέρει στους Έλληνες. Εκ μέρους των Σαμίων του απαντά ο Κωνσταντίνος Λαχανάς λέγοντας ότι οι δύο Εβραίοι πιάστηκαν στα μικρασιατικά παράλια από έλληνες πειρατές  που τους έφεραν στη Σάμο και τους φέρθηκαν βάναυσα. Οι δύο σκλάβοι ικέτευσαν την κοινότητα να τους εξαγοράσει για οποιαδήποτε τιμή, υποσχόμενοι ότι θα τους ξεπλήρωναν. Και συνεχίζει ο σάμιος πρόκριτος γράφοντας ότι από ανθρωπισμό αποφάσισαν την εξαγορά τους ύστερα από πολλά παζάρια, για 15.000 πιάστρα, τα οποία πλήρωσαν μισά σε χρυσό και μισά σε ασήμι.  Επειδή προφανώς η οικονομική κατάσταση του νησιού τους είναι  προβληματική —η Σάμος καθυστερούσε τη συγκέντρωση και πληρωμή σε είδος και χρήματα της αναλογίας της στις εθνικές προσόδους—, προτείνει στον David την εξαγορά τους στη τιμή των 45.000 πιάστρων. Με αρχική προτεινόμενη τιμή 2.000 πιάστρων, τα 45.000 που ζητούν είναι 22 φορές υψηλότερη τιμή για το ίδιο «εμπόρευμα»!

 

Νικολής Αποστόλης

Θα ήθελα να σταθώ και να παραθέσω την επιστολή[6] ενός επώνυμου Ψαριανού προς τον γάλλο πρόξενο, του ναυάρχου των Ψαριανών καπετάν Νικολή Αποστόλη[7]. Η επιστολή είναι γραμμένη λίγο μετά την καταστροφή της πατρίδας του, που συντελέστηκε μεταξύ 20 και 22 Ιουνίου 1824, αφού είχαν προηγηθεί πολλά μηνύματα κινδύνου για τις κινήσεις και τις προθέσεις του εχθρού, οι προειδοποιήσεις των Ψαριανών προς τη Διοίκηση και η μοιραία αδράνεια του ελληνικού στόλου, που οφειλόταν κυρίως στη στάση και την υπεροψία των Υδραίων[8], λόγω του ανταγωνισμού τους με τους ναυτικούς και προκρίτους των Ψαρών και Σπετσών.

Προς τον εξοχώτατον γενικόν κόνσολον του χριστιανικωτάτου
βασιλέως της Γαλλίας!

Η φιλανθρωπία, ήτις βασιλεύει εις την καρδίαν σου, αναμφιβό
λως, καθώς και άλλοτε, σ’ ενώπλισε και τώρα εις την ανέλπιστον κα-
ταστροφήν της Πατρίδος μου προς υπεράσπισιν της ανθρωπότητος.
αλλ’ επειδή μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ηχμαλωτίσθη και η συ-
ζυγός μου, ονομαζομένη Ασημίνα του Αντρέα Δούκα ως 48: χρονών,
παρακαλώ, και ελπίζω εις την φιλανθρωπίαν σου, ότι αμέσως
και εμμέσως θέλεις ερευνήση να την εύρης, και ευρών να την
εξαγοράσης μ’ όσα δυνηθής, και να μοι την στείλης εις Σύ-
ραν προς τον κύριον Ιωσήφ Βαρτζίλην[9], προς τον ο-
ποίον θέλω δώσει και την ποσότητα της εξαγοράς.
Τα εντεύθεν νέα μ’ όλον ότι η Αμαράντη[10] θέλει σας τ’
αναφέρη λεπτομερώς, σας  τ’ αναγγέλω εν συνόψει . ο γενναίος
πατριώτης μας κύριος Κ: Κανάριος έκαυσε προχθές μί-
αν από τας καλητέρας φιργάδας του Σουλτάνου. και οι υ-
δριο-σπετζώτες συγχρόνως μίαν κορβέταν και ένα πρίκι
Τριπολίνικα[11] . οι κατά της Σάμου σκοποί του εχθρού εματαιώ
θησαν. η δειλία τον εκυρίευσεν. και ημείς ελπίζομεν
δια τούτο να τον ζημιώσωμεν περί πλέον. ταύτα και
μένω εις τους ορισμούς σας 

Σάμω τη 7 Αυγούστου 1824[12] 

Ο των ψαριανών Ναύαρχος

Νικολις αποστολις

 

Ο ναύαρχος μαζί με τους υπόλοιπους ψαριανούς καπεταναίους απευθύνθηκαν και στο Εκτελεστικό για να ζητήσουν την απελευθέρωση των αιχμαλωτισμένων οικογενειών τους καθώς και την τακτοποίηση των λογαριασμών τους με τη Διοίκηση. ΄Εστειλαν όπως τους ζητήθηκε ονομαστικό κατάλογο των δικών τους, αλλά καμμία ενέργεια δεν έγινε.[13] Το Εκτελεστικό όμως με τα οικονομικά μέσα που είχε στη διάθεσή του, δεν ήταν σε θέση να καλύψει παρά μικρό μέρος των βασικών αναγκών των διασωθέντων Ψαριανών και τα απαιτούμενα χρήματα για την απελευθέρωση τόσων αιχμαλώτων ήταν σίγουρα πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να δώσει για το συγκεκριμένο σκοπό[14], δεδομένου ότι οι ελλείψεις σε τροφές και πολεμοφόδια των επαναστατημένων Ελλήνων είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα. Πιθανότατα το Εκτελεστικό Σώμα απευθυνόταν για την εξεύρεση χρημάτων για παρόμοια αιτήματα στα φιλελληνικά κομιτάτα  της Ευρώπης. Την υπόθεση αυτή ενδυναμώνει η επιστολή του γάλλου στρατηγού Η. Roche, εκπρόσωπου της «Φιλανθρωπικής Εταιρείας εις βοήθειαν των Ελλήνων» στο Παρίσι, προς τον γάλλο πρόξενο David, ένα χρόνο σχεδόν αργότερα στις 4/16 Ιουνίου 1825. Ο Roche ζητά την εξαγορά της Ασημίνας που είχε εντοπιστεί να είναι σκλάβα στην Αδριανούπολη, διαβεβαιώνοντάς τον ότι το ποσό των λύτρων θα του αποδοθεί αμέσως και ότι η συνεργασία του θα ευχαριστήσει ιδιαίτερα το Παρισινό Φιλελληνικό Κομιτάτο. Το σημείωμα που επισυνάπτει για την αναγνώρισή της, λέει: «Σημείωσις της γυναικός, ήτις ευρίσκεται εις Αδριανούπολιν. Αυτή η γυναίκα, οπού ευρίσκεται εις Αδριανούπολιν, ονομάζεται Ασημίνα, θυγάτηρ Ανδρέα Δούκα, γυναίκα Νικολάου Αποστόλη, χρονών 50. η γυναίκα έχει παιδιά αρσενικά πέντε ονομαζόμενα, ο πρώτος Αποστόλης, Γιάννης, Δημήτριος, Ανδρέας και Κωνσταντίνος . έχει και θηλυκά τρία, ονομαζόμενα Μαρία, Αγγέλικα και Δεσπινού. Εις το αριστερόν της χέρι είναι το μεγάλον της δάχτυλον ολίγον σημειωμένον».

Τι να ήταν αυτό το σημάδι στο δάχτυλό της που θεωρήθηκε στοιχείο για την αναγνώρισή της; Πού πιάστηκε αιχμάλωτη η Ασημίνα; Στο σπίτι του προξένου της Ρωσίας Γ. Κομνηνού, ο οποίος συγκέντρωσε όσα γυναικόπαιδα μπόρεσε νομίζοντας ότι οι Τούρκοι βλέποντας τη ρωσική σημαία δεν θα τολμούσαν να το πειράξουν, ή στο φρούριο του Παλαιόκαστρου, όπου είχαν καταφύγει άνδρες, γυναίκες και παιδιά για να σωθούν; Σε ποιο σκλαβοπάζαρο την βρήκε και την αγόρασε ο αφέντης της στην Αδριανούπολη, που την χρησιμοποιούσε μάλλον για οικιακές εργασίες και πόσα ζήτησε για να την απελευθερώσει; Είχε γυρίσει πράγματι στον άνδρα της, τον καπετάν Νικολή που την αναζητούσε, πριν από το θάνατό του στις 20 Απριλίου του 1827;[15]

Οι λεπτομέρειες αυτές δεν θα απαντηθούν μάλλον ποτέ. Ωστόσο η μοίρα της Ασημίνας πέρασε στη «μικρή ιστορία» των ανθρώπων μέσα από τρία[16] ολόκληρα τεκμήρια γιατί έτυχε να είναι γυναίκα ενός επώνυμου Ψαριανού, ενώ εκατοντάδες άλλες γυναίκες, άνδρες και παιδιά που αιχμαλωτίστηκαν, πουλήθηκαν, εξαγοράστηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης  παρέμειναν στην ανωνυμία.

 

* * *

[1] Γάλλος διπλωμάτης και ποιητής. Γεννήθηκε στη Falaise, στην περιοχή του Calvados το 1772 και πέθανε στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου 1846. Υπηρέτησε στο υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας από το 1795 έως το 1798, ως γραμματέας πρεσβείας στο Μιλάνο το 1798, γραμματέας προξενείου στη Στουτγάρδη το 1799 και στη Μάλτα 1802-1806. Διορίστηκε πρόξενος για πρώτη φορά στη Βοσνία, όπου παρέμεινε από το 1806 έως το 1814 και εργάστηκε με επιτυχία για το εμπόριο της Ανατολής, εξασφαλίζοντας δρόμους και την προστασία του Ιμπραήμ Χαλήμ Πασά και στις 16 Σεπτεμβρίου του 1819 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Γαλλίας στη Σμύρνη και στο Αρχιπέλαγος. Στη Σμύρνη, τον Απρίλιο του 1821, διέσωσε από βέβαιη σφαγή περίπου 2000 Έλληνες που κατέφυγαν στο γαλλικό προξενείο στη διάρκεια των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι ως αντίποινα στην κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, στάση για την οποία παρασημοφορήθηκε με την Légion d’ honneur. Ο David απέδειξε τα φιλελληνικά του αισθήματα στους Έλληνες και κυρίως στους Ψαριανούς σε πολλές περιστάσεις κατά την παραμονή του στη Σμύρνη. Ανακλήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1826 ύστερα από συκοφαντικές κατηγορίες εναντίον του που προέρχονταν από τη γαλλική πρεσβεία στην Κων/πολη και αναφέρονταν σε υποτιθέμενες διοικητικές παρατυπίες και σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, οι οποίες επίσημα δεν του ανακοινώθηκαν ποτέ, και συνταξιοδοτήθηκε παρά τη θέλησή του. Είχε παντρευτεί την Marie Jeanne Huet  και είχε τρεις γιους. Έγραψε μεταξύ άλλων: «La Bataille d’Iéna » (1808), «Athènes assiégée» (1827) με το ψευδώνυμο Sylvain Phallantée, « L’Alexandréide ou la Grèce vengée » (1829), «Sélim III, Tragédie en cinq actes» (1836). (Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τον υπηρεσιακό του φάκελο στο υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας, το Nouveau Larousse Illustré και την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και τα έργα του εντοπίστηκαν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη).

[2] Με το θέμα του δουλεμπορίου ασχολείται η Ελένη Γαρδίκα Κατσιαδάκη, στην οποία οφείλω το ερέθισμα για το ζήτημα των αιχμαλώτων και κατά συνέπεια την επικέντρωση του ενδιαφέροντός μου και την επισήμανση των σχετικών τεκμηρίων. Βλέπε Ε. Γαρδίκα Κατσιαδάκη «Δουλεία και Διπλωματία. Η σύμβαση της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828)», στο Δελτίο Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, Ακαδημία Αθηνών, τόμος 2, 2000, σελ. 45-68.

[3] Πρόκειται για τη μελέτη επί υφηγεσία του Α. Βακαλόπουλου, Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821. Θεσσαλονίκη, τύποις Κορνηλίου Θεοδωρίδου, 1941, που επανεκδόθηκε το 2000 από τις εκδόσεις Ηρόδοτος.

[4] Για την πρόσκτηση του αρχείου David , βλέπε «Τα νέα του ΕΛΙΑ», αρ. 59, σελ. 63. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η συγκεκριμένη αλληλογραφία, που αποτελείται από 18 «σύνολα» (φακ. 1.3) περιλαμβάνει συνήθως εκτός από τα πρωτότυπα των επιστολών της Βουλής των Ψαρών που συνοδεύονται από τη μετάφρασή τους στα γαλλικά ή ιταλικά, και σχέδια επιστολών –απαντητικών και μη- του David προς τους προκρίτους. Αυτή η πληρότητα μας προσφέρει τη δυνατότητα της απρόσκοπτης παρακολούθησης της πορείας των αιτημάτων εκατέρωθεν.

[5] Στο Réponse de Pierre David à la pétition du Sr Marc-Antoine Vigoureux, contre l’administration consulaire du Levant. Paris, Imprimerie Firmin Didot, 1828, ο David επιχειρηματολογεί και δικαιολογεί  τις πράξεις του ως προξένου, απαντώντας στις συκοφαντικές κατηγορίες του Vigoureux εμπόρου και φερόμενου ως εκδότη του Spectateur Oriental. Στις σελίδες 68-71 παραθέτει μεταξύ άλλων αποδεικτικών εγγράφων και δύο επιστολές των προκρίτων Σπετσών και την προσωπική του μαρτυρία, που συμπληρώνουν την υπόθεση της τύχης της Αϊσέ.

[6] Η επιστολή είναι γραμμένη από τον γραμματέα του (Κυριάκο Μαμούνη ή Ι. Πατατούκο;) αλλά φέρει αυτόγραφη υπογραφή του Αποστόλη. Στην παράθεσή της κρατήθηκαν η μορφή και η στίξη της. Βρίσκεται στο αρχείο David (φάκελος 1.7).

[7] Ο Νικολής Αποστόλης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1770. Καταγόταν από οικογένεια ναυτικών, τους Καλημέρηδες από τη Μάνη, που από το Μοριά μετοίκησαν στα Ψαρά μετά το 1715.

Σε νεαρή ηλικία ο Νικολής ακολούθησε  τον Λάμπρο Κατσώνη που με το ρωσικό στολίσκο του και τους κουρσάρους του επιχειρούσε λεηλασίες και  επιδρομές εναντίον εμπορικών και πολεμικών εχθρικών πλοίων και πειρατών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 19 Μαΐου 1790 στη ναυμαχία στο Κάβο Ντόρο, όπου συγκρούστηκε ο Κατσώνης με τον τουρκικό στόλο με αποτέλεσμα την καταστροφή και τη διαφυγή του στα Κύθηρα, ο Νικολής Αποστόλης σώθηκε  και βρέθηκε στην  Άνδρο, όπου για εβδομάδες κρυβόταν στα βουνά της μαζί με άλλους 17 ναυτικούς. Φυγαδεύτηκαν τελικά με μια τηνιακή τράτα στα Κύθηρα και από εκεί, μαζί με τέσσερις άλλους  Ψαριανούς  κατάφεραν να επιστρέψουν στα Ψαρά. (Βλέπε Κραντονέλλη, Ελληνική πειρατεία και κούρσος τον ΙΗ΄αιώνα και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Αθήνα, Εστία, 1998, σ.151)

Δούλεψε μερικά χρόνια για λογαριασμό Χίων εμπόρων στη συνοδεία πλοίων που είχαν συναλλαγές με τη Δυτική Ευρώπη και γύρω στο 1795 ο καπετάν Νικολής Αποστόλης άρχισε να επιδίδεται στο ναυτικό εμπόριο μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο. Σε διάστημα δέκα πέντε περίπου χρόνων είχαν καταφέρει να αποκτήσουν σημαντική περιουσία που προερχόταν  από το εμπόριο αλλά συγχρόνως και από τις λείες και τα εμπορεύματα που κατέσχαν σε κούρσους και πειρατείες. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αποστόλης συγκαταλεγόταν στους σημαντικούς παράγοντες των Ψαρών και τα πλοία των αδελφών Αποστόλη κυβερνημένα από συγγενείς και τους  γιους τους όργωναν τη Μαύρη θάλασσα, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό.

Το 1818, στην Οδησσό ο Νικολής Αποστόλης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Μανιάτη Χρυσοσπάθη και με την έκρηξη της Επανάστασης ανακηρύχθηκε από τη Βουλή των Ψαρών ναύαρχος του ψαριανού στόλου παίρνοντας κοντά του ως συμβούλους τους πλοιάρχους Ι.Κάλαρη, Ν.Κοτζιά και Ν.Αργύρη και γραμματέα τον Κυριάκο Μαμούνη.

Ενωμένοι, ο στόλος των Ψαριανών και οι στόλοι των Υδραίων και των Σπετσιωτών με ναυάρχους τον Ανδρέα Μιαούλη και Γεώργιο Ανδρούτσο ή Κολανδρούτσο αποτέλεσαν την ναυτική δύναμη των Ελλήνων στη διάρκεια του Αγώνα.

Η χρηματική περιουσία του Αποστόλη ήταν μεγάλη και κατά την παράδοση του νησιού, όπως αναφέρει ο Σπανός, τοποθετούσε τα τάλληρα ή κολωνάτα σε μια δεξαμενή μέσα στο αρχοντικό του. (Το ίδιο λέγεται και για τον Κουντουριώτη στην Ύδρα). Τα χιλιάδες αποθηκευμένα τάλληρα ξοδεύτηκαν όλα για τις ανάγκες του Αγώνα. Μετά την καταστροφή των Ψαρών και την οικονομική συντριβή της οικογένειας του, τα πλούτη ήταν παρελθόν.

Δανεικά αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Γιακουμάκη Τομπάζη τον Ιούλιο του 1824, γιατί δεν είχε τα απαραίτητα για τους μισθούς και την τροφή  των πληρωμάτων του, αλλά ούτε και για την οικογένεια του. Είχε αναγκαστεί να καταπλεύσει στις Σπέτσες και να βάλει ενέχυρο το πλοίο του «την μόνη [του] παρηγορίαν», όπως γράφει, χωρίς να καταφέρει να πείσει το πλήρωμα του να μην τον εγκαταλείψει. Στέλνει στον φίλο του Τομπάζη  το γιο του Αποστόλη για να  πάρει  2000 γρόσια δανεικά για να «οικονομήσει την φαμιλιάν» του  «όπου είναι γυμνή» διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τα επιστρέψει επειδή έχει ακόμα ένα σπίτι στην Οδησσό μαζί με τα ανήψια του και κάποιο κεφάλαιο.

Ο Αποστόλης διακρίθηκε στις ναυμαχίες στην Κω και την Αλικαρνασσό καθώς και στη ναυμαχία του Γέροντα (1824) ενώ το 1826 έλαβε μέρος σε μερικές δευτερεύουσας σημασίας επιχειρήσεις. Τον Απρίλιο του 1827, ο Κόχραν, ο οποίος είχε αναλάβει ένα μήνα πριν την αρχηγία όλων των ναυτικών δυνάμεων, τον κάλεσε να τον βοηθήσει στην Αθήνα. Ο Αποστόλης δεν πρόλαβε να πάει γιατί πέθανε από πλευρίτιδα στην Αίγινα στις 20 Απριλίου 1827. Ετάφη με στρατιωτικές τιμές και «διακεκομμένους κρότους κανονίων» στο ναό της Παναγίας, τον δε επικήδειό του εκφώνησε ο γραμματέας της Φιλογενούς Επιτροπής των Ψαριανών, Κ. Ράμφος.

(Τα βιογραφικά στοιχεία για τον Νικολή Αποστόλη αντλήθηκαν από τον Δημ. Σπανό, Η συμβολή των Ψαρών κατά το 1821. Αθήναι, εκδ. Χάρη Πάτση, 1958, τον Ι. Λαζαρόπουλο, Το πολεμικόν ναυτικόν της Ελλάδος. Από Ανεξαρτησίας μέχρι βασιλείας Όθωνος. Ιστορική μελέτη…. ΄Εκδ. «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», 1936, την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και τη νεκρολογία του στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, αρ. 42, 23 Απριλίου 1827.)

[8] Για την εκστρατεία του τουρκικού στόλου στα Ψαρά  και την καταστροφή βλέπε Δ. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις. Αθήνα, Μέλισσα, 1958, τόμος 7, σελ. 313-417.

[9] Ο Joseph Bargigli διετέλεσε γραμματέας στο γαλλικό προξενείο το 1823 και προξενικός πράκτορας στη Σύρο στη συνέχεια. Γράφει στις 12 Μαΐου 1824 στον David για λογαριασμό των Ψαριανών, επισυνάπτοντας επιστολή της Βουλής και αποστέλλοντας εκ μέρους της  ένα χρυσό σπαθί με χαραγμένα τα λόγια «Δώρον της νήσου Ψαρών προς τον Κύριον Δαβίδ 1821» σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη φιλελληνική του στάση.

[10] Πρόκειται για τη γαλλική βασιλική γολέτα “L’ Amaranthe”.

[11] Αναφέρεται εδώ στη ναυμαχία της 5ης Αυγούστου 1824 στον πορθμό μεταξύ Σάμου και Μικράς Ασίας. Ο ναύαρχος της υδραίικης μοίρας Γ. Σαχτούρης περιγράφει στο ημερολόγιό του πολύ ζωντανά και με λεπτομέρειες την πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας με το όνομα «Μπουρλότο Τζαϊμαζί» από τον Δημ. Τζάπελη και τον Κανάρη, που μετέφερε 650 ναύτες και 1200 στρατιώτες, την πυρπόληση του «Τουνεζίνικου» μπρικιού από τον Βατικιώτη και της Τριπολίτικης κορβέτας από τον καπετάνιο Δημ. Ραφαλιά. Βλέπε – 567- ημέρες στο Αιγαίο. Γεωργίου Σαχτούρη Ημερολόγιο του πολεμικού ιστιοφόρου «Αθηνά» 1824-1827. Έρευνα, Επιμέλεια κειμένων – Σχόλια  Δημήτρης Σαπρανίδης. [Αθήνα], εκδόσεις Βεργίνα, [1997] σελ. 52-56 και  Αρχείον Ψαρών. Εκδιδόμενον υπό Βασ. Βλ. Σφυρόερα, τόμος Α΄ Έγγραφα των ετών 1821-1824. Αθήναι, 1974, σελ. 435.

[12] Ο Αποστόλης έφθασε στη Σάμο με τα πυρπολικά του, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Σαχτούρη, τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Αυγούστου 1824.

[13] Με πικρία διαπιστώνει την αδικία της Διοίκησης ο Κ. Νικόδημος, βλέπε Υπόμνημα περί της νήσου Ψαρών. Αθήνησι, Δ.Α. Μαυρομμάτη, 1862, σελ. 567-568.

[14] Παρ’όλες τις ελλείψεις που αντιμετωπίζει, η Διοίκηση στέλνει στην Επιτροπή των Ψαριανών στη Μονεμβασία, αν και λίγα καθώς λέει η ίδια, 10.000 γρόσια για την απολύτρωση των αιχμαλωτισμένων οικογενειών τους. Βλέπε Αρχείον Ψαρών ό.π. σελ.449.

[15] Είναι βάσιμη η πληροφορία του συντάκτη του λήμματος για τον Α. Νικολή στη ΜΕΕ, Γ.Δ. Κορομηλά, που αναφέρει ότι πέθανε τόσο φτωχός ώστε η χήρα του απορούσε πώς να τον θάψει; Αν είναι  -δεν μπόρεσα δυστυχώς να το διασταυρώσω- τότε, η ιστορία της αιχμαλωσίας της Ασημίνας είχε αίσιο τέλος.

[16] Πρόκειται για τα εξής τρία τεκμήρια: η επιστολή Αποστόλη προς David, η επιστολή Roche προς  David και το επισυναπτόμενο στην επιστολή Roche σημείωμα που αναφέρεται στην περιγραφή της Ασημίνας.

Σφραγίδες

Από τα ιστορικά αρχεία του ΕΛΙΑ/MIET, παρουσιάζουμε ενδεικτικά μερικές σφραγίδες κοινοτήτων (Ψαρών, Ναυπλίου, Σύρας, Σάμου, Ύδρας, Πάτμου) ή φορέων και αξιωματούχων της επαναστατικής διοίκησης (Προσωρινού Διοικητηρίου, Αστυνομίας Αιγίνης, Μεσσηνιακών φρουρίων, Εθνικής Χρηματιστικής, Ελληνικής Τραπέζης, Κυβερνήτη της Ελλάδος).

This slideshow requires JavaScript.