—της Χριστίνας Βάρδα—
Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1829, λίγο πριν από τις γιορτές, η σεβαστή «Κυρία» Επιτροπή της Οικονομίας[1] έστειλε διαταγή από το Ναύπλιο, όπου κατοικοέδρευαν τα μέλη της, στη Νάξο, να φορτωθεί μία εμπορική παραγγελία με προορισμό τη Μάλτα.
Η διαταγή ήταν προς τον Θεόδωρο Σκυλίτζη,[2] διορισμένο από την Διοίκηση επιστάτη της Σμύριδας και της Αλυκής Νάξου. Έπρεπε να φορτώσει μία ποσότητα σμύριδας[3] στο «εθνικόν ομβρίκιον» Αχιλλεύς, που θα την μετέφερε διασχίζοντας τα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου, στον παραλήπτη Ιωάννη Γούναρη, στη Μάλτα.
Η διαταγή ήταν απλή και σαφής, η εκτέλεσή της όμως συνάντησε αρκετές αντιξοότητες. Η φόρτωση 1.715 κανταριών (960 περίπου κιλών) σμύριδας δεν ήταν ούτε απλή ούτε εύκολη υπόθεση, όπως αποδείχθηκε.[4] Το να αγκυροβολήσει και να παραλάβει φορτίο, ένα μπρίκι χωρητικότητας 195 τόνων σε έναν όρμο στη βορειοανατολική ακτή της Νάξου, στη σκάλα του Λιώνα[5], επίνειο του Κόρωνου (παλαιά ονομασία Βόθροι), όπου εξορυσσόταν η σμύριδα, ήταν λίαν ριψοκίνδυνο λόγω καιρικών συνθηκών, αν όχι ακατόρθωτο.
Από δύο επιστολές του επιστάτη Θεόδωρου Σκυλίτζη[6] προς τον Προσωρινό Διοικητή Νάξου και την Επιτροπή Οικονομίας μαθαίνουμε τις πολλές δυσκολίες και τους κινδύνους της επιχείρησης «φόρτωση σμύριδας» εν μέσω χειμώνος και αιγαιοπελαγίτικης θαλασσοταραχής.
Οι δυνατοί άνεμοι των ημερών και η ανυπαρξία ασφαλούς λιμανιού εμπόδισαν τον πλοίαρχο Δήμα Φωτιά να πλησιάσει τον τόπο της Νάξου και έτσι, στις 20 Δεκεμβρίου, το μπρίκι Αχιλλεύς άραξε στο λιμάνι της Νάουσας, απέναντι, στην κοντινή Πάρο. Ο Σκυλίτζης συναντήθηκε με τον πλοίαρχο για να κανονίσουν τα αναγκαία για την φόρτωση και «εκρίθη εύλογον με ευχαρίστησίν του» [του πλοιάρχου] να πάει το πλοίο σε άλλο μέρος, στη Σάντα Μαρία, κόλπο σχετικά προστατευμένο, με νότιο προσανατολισμό, στην βορειοανατολική ακτή της Πάρου, σε κοντινή απόσταση από τη Νάουσα. Εκεί θα έφταναν τα πλοιάρια των ντόπιων με το «πράγμα», το φορτίο της σμύριδας για να μεταφορτωθεί στο εθνικό πλοίο.
Οι Κυκλάδες, με την Παροναξία στο κέντρο. Λεπτομέρεια από γαλλικό χάρτη του 1738 (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).
Ανταμώθηκε λοιπόν με τους καραβοκυραίους Βαλσαμάκη Κεφαληναίο, Μηνά και Βασίλειο Κασιότη, Δημήτριο Καλέργη, Μιχαήλ Σάρδη, Καραγιάννη Τζεσμελή, Λαμπρινό Χίο, Σταύρο Πατέλη, Σαραντινό Παπίνη και τους πρότεινε να μεταφέρουν με τα καΐκια τους τη σμύριδα από τον Λιώνα στο αραγμένο στη Σάντα Μαρία καράβι, με την «ανίκουστο» αμοιβή των 20 παράδων το καντάρι που μέχρι τότε δεν είχε δοθεί ποτέ. Οι καπετάνιοι στην αρχή συμφώνησαν, αλλά βλέποντας τις φουρτούνες στη θάλασσα ζήτησαν 30 παράδες. Ο επιστάτης σε συνεννόηση με τους υπεύθυνους του Δασμοτελωνείου τους προσέφεραν 25 παράδες το καντάρι, αλλά ούτε τότε δέχθηκαν.
Απελπισμένος ο Θ. Σκυλίτζης απευθύνθηκε στον Προσωρινό Διοικητή της Νάξου λέγοντας ότι «δεν θέλουν κατουδένα τρόπον να υπάγουν εις την εκπλήρωσιν της συμφονίας τους» και, για να μην καθυστερεί περισσότερο το «εθνικόν ομβρίκιον», να τους αναγκάσει να τηρήσουν τον λόγο τους. «Εβιάστηκαν» από τον Διοικητή, άγνωστο με τί υποσχέσεις και αντάλλαγμα, και τελικά δέχθηκαν να πάνε να φορτώσουν. Μόλις συναίνεσαν οι καπετάνιοι, αμέσως ξεκίνησε με το μουλάρι ο Λεονής Σφιράτζας, συνεργάτης του επιστάτη, για τη σκάλα του Λιώνα, όπου έφτασε νύχτα και όπου ήταν στοιβαγμένα 35.000 καντάρια εξορυγμένης σμύριδας. Συγχρόνως έφτασαν και τα οκτώ πλοιάρια για να φορτώσουν αλλά, βλέποντας τον καιρό αγριεμένο, βιάστηκαν να πάρουν από τον σωρό στην παραλία, ζυγισμένη και αζύγιστη, σμύριδα για να μην κινδυνέψουν. Ο Σφιράτζας είχε ζυγίσει, τρεις μέρες πριν, 1.700 καντάρια και κράταγε τον λογαριασμό, αλλά μέσα στη νύχτα, στη βιασύνη και τον φόβο των καπεταναίων να μην αγριέψει η θάλασσα, πήραν και ποσότητα φορτίου που ήταν αζύγιστη.
Το ίδιο βράδυ του Σαββάτου, τα πλοιάρια σαλπάρανε φορτωμένα από τον Λιώνα για τη Σάντα Μαρία της Πάρου όπου έφτασαν όλα μαζί στις 4 τα ξημερώματα. Το πρωί, ενώ είχαν αρχίσει να ξεφορτώνουν στο εθνικό πλοίο, ο καπετάν Φωτιάς τους είπε ότι «τόνα είναι αζύγιστο». Τότε όμως έπιασε ξαφνικά μια τρικυμία και έγινε χαλασμός μεγάλος. Κόπηκε το παλαμάρι ενός καϊκιού, «συντρίφτηκε», δηλαδή συγκρούστηκε με το άλλο που ήταν δίπλα του και, ω συμφορά, «άνοιξαν και τα δύο και επήγαν εις τον πάτον της θαλάσσης»! Οι υπόλοιποι καπεταναίοι βλέποντας τον κίνδυνο να πάθουν παρόμοια ζημιά άρχισαν να ρίχνουν τη σμύριδα, άλλοι στη ξηρά και άλλοι στη θάλασσα, για να ελευθερωθούν από το βάρος, με αποτέλεσμα μέρος του φορτίου να σκορπιστεί στην παραλία και 540 καντάρια να βυθιστούν μαζί με τα δύο πλοιάρια στον πάτο της θάλασσας. Ευτυχώς που το φορτίο δεν είχε μεταφερθεί ακόμα στα αμπάρι του μπρικιού γιατί αν ήταν «πράγμα βαρμένο μέσα και αυτό δύσκολα εγλύτωνεν» καθώς τα νερά δεν ήταν βαθιά και, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο καπετάνιος, το πλοίο του «εκινδύνευσε μεγάλως».
Έτσι η φόρτωση της σμύριδας στη Σάντα Μαρία εξελίχθηκε σε μία ναυτική περιπέτεια, με απώλειες πλοίων και φορτίων λόγω της τρικυμίας και του «αλίμενου» του τόπου. Προσωπικά διερωτώμαι γιατί δεν έγινε εξαρχής η φόρτωση στη Νάουσα[7] που είναι ένα ιδανικό φυσικό λιμάνι! Το ίδιο πρωί του δυστυχήματος ο καπετάν Φωτιάς έφυγε και πήγε να αράξει στη Νάουσα ενώ έστειλε τη βάρκα του να πάρει όλη τη σμύριδα που ήταν στη στεριά.
Στη φορτωτική που υπέγραψε ο πλοίαρχος του Αχιλλέα στις 8 Ιανουαρίου 1830, είκοσι μέρες μετά τον κατάπλου του στο νησί, δήλωνε ότι παρέλαβε από τον επιστάτη Θ. Σκυλίτζη στο λιμάνι της Νάουσας 1.175 καντάρια σμυρίγλι για να το μεταφέρει «Θεού θέλοντος» στη Μάλτα. Από τον λογαριασμό εξόδων του επιστάτη προς την Επιτροπή Οικονομίας, σημειώνουμε το βάρος του φορτίου που μετέφερε καθένας καϊκτζής (προς 25 παράδες το καντάρι, σύνολο 734,15 γρόσια), την πληρωμή «κατά το παλαιόν» των σκαλιέρηδων που ήταν δύο παράδες το καντάρι (1.175×2= 85,30 γρόσια) καθώς και την πληρωμή για πέντε αγώγια από το χωριό στο λιμάνι «παγεμό και ερχομό» (14,20 γρόσια). Το συνολικό κόστος της συναρπαστικής αυτής μεταφοράς και φόρτωσης ανήλθε σε 834 γρόσια, ενώ ο επιστάτης δεν πλήρωσε στους δύο άτυχους ναυτικούς το ναύλο για τη σμύριδα που έπεσε στη θάλασσα και ζητούσε να τους ευσπλαχνιστεί η Επιτροπή.
Δύο μήνες περίπου αργότερα καθησύχαζε την Επιτροπή ότι θα φρόντιζε και για την τύχη των 540 κανταριών που έπεσαν στη θάλασσα της Σάντα Μαρία, σε βάθος δύο πήχεων (1,28μ.), μόλις θα έκανε καλοσύνη, γιατί η σμύριδα μπορούσε να ανασυρθεί σχετικά εύκολα χωρίς πολλά έξοδα.
Η βυθισμένη σμύριδα ήταν ακόμα στη θέση της τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και ο νέος επιστάτης της Σμύριδας και Αλυκής Νάξου, ο Αναστάσιος Σερφιότης, πρώην δασμοτελώνης, πρότεινε να παραμείνει εκεί, γιατί τα έξοδα για να μεταφερθεί στο λιμάνι ήταν περισσότερα από την αξία της, ενώ θα μπορούσε να ανασυρθεί και να πουληθεί επιτόπου, σε μικρή τιμή, αν εμφανιζόταν κάποιος ενδιαφερόμενος αγοραστής.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1830 η Επιτροπή Οικονομίας που προβληματιζόταν ιδιαίτερα για τα πενιχρά έσοδα από την εκμετάλλευση της σμύριδας, διακήρυξε δημοπρασία για την ενοικίαση της σμύριδας Νάξου σε ιδιώτη, για πέντε χρόνια, ελπίζοντας σε καλύτερα αποτελέσματα για το Εθνικό Ταμείο.
* * *
[1]Μέλη της Επιτροπής ήταν ο Γεώργιος Σταύρος, φίλος του Ι. Καποδίστρια και του Ι. Γ. Εϋνάρδου και μετέπειτα ισόβιος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, ο Ιωάννης Κοντουμάς και ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος. Στην ευθύνη της Επιτροπής Οικονομίας και της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας ήταν η επίβλεψη και η φροντίδα διαχείρισης των εθνικών προσόδων για το Εθνικό Ταμείο της Ελληνικής Πολιτείας, που προέρχονταν από τα εθνικά κτήματα (σταφιδάμπελοι, ελαιόδενδρα), τα ορυκτά της Μήλου και της Νάξου και τις Αλυκές.
[2]Ο Θ. Σκυλίτζης είχε διοριστεί από την Επιτροπή Οικονομίας επιστάτης στις 18 Μαρτίου 1829, με μισθό 300 γρόσια, ο δε βοηθός του Λ. Σφιράτζας, ένα μήνα αργότερα, στις 22 Απριλίου, με μισθό 250 γρόσια. Τον Αύγουστο του 1830 παρέδωσαν την επιστασία, τους λογαριασμούς και τα εργαλεία της Αλυκής στους νέους επιστάτες Αναστάσιο Σερφιότη και στον συνεργάτη του Μ. Άμιρο, υπαλλήλους του Τελωνείου Νάξου. Βλ. αρχείο Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, υποφάκ. 1.4, επιστολή 13 Μαρτίου 1830.
[3] Η σμύριδα (ή σμυρίγλι) [αγγλικά: emery], γνωστό ορυκτό από την αρχαιότητα σαν λειαντικό υλικό, εντοπίζεται μέσα στο μάρμαρο και τα κύρια συστατικά του είναι το κορούνδιο, ο μαγνητίτης και ο αιματίτης. Το κορούνδιο της προσδίδει τη σκληρότητα. Το ορυκτό εξορυσσόταν στην ορεινή Νάξο στις πλαγιές του όρους Αμόμαξη, κυρίως στους Βόθρους και στην Απείρανθο, ενώ μεταφερόταν εκείνη την εποχή, με αγώγια στην παραθαλάσσια σκάλα του Λιώνα (Λεώνας/Λυώνας) για φόρτωση.
[4]Η συγκεκριμένη ποσότητα ήταν μικρή σε σχέση με την σμύριδα που είχε εξορυχθεί και κουβαληθεί στον Λιώνα. Εκεί 35.000 καντάρια ήσαν εξορυγμένα περιμένοντας την ενδεχόμενη ζήτηση για αγορά. Πολλές φορές είχε γράψει ο επιστάτης στην Επιτροπή «διά την δυστυχίαν του αυτού πράγματος», γι’ αυτό και είχε σταματήσει την εξόρυξη ήδη από τον Οκτώβριο του 1829, ενώ αν είχαν συνεχίσει κανονικά την εξόρυξη οι εργάτες, θα μπορούσαν να διαθέτουν ακόμα και 100.000 καντάρια. Βλ. υποφάκ. 1.4, επιστολή 22 Μαρτίου 1830.
[5]Από την πρόταση εμπορικής συμφωνίας του Χριστόφορου Λαμηρά προς την Επιτροπή της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας για την απόκτηση του μονοπωλίου πώλησης σμύριδας στη Σμύρνη, μαθαίνουμε ότι θέλει να εξάγει καθαρή σμύριδα μόνο από το «σκάλωμα του Λιόνος του οποίου η ποιότης είναι αληθής και δεκτή εις τους αγοραστάς». Βλ. υποφάκ. 1.4, Χρ. Λαμηράς, Αίγινα, 13 Μαρτίου 1830.
[6]Όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτό το μικρό άρθρο αντλήθηκαν από τα αρχειακά τεκμήρια που περιέχονται στην ενότητα «Εθνικές πρόσοδοι – Επιτροπή Ορυκτών Μήλου, Σμύριδα και Αλυκή Νάξου» του αρχείου της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας και κυρίως από τις επιστολές και τους επισυναπτόμενους λογαριασμούς με ημερομηνίες Νάξος, 27 Δεκεμβρίου 1829 και 12 Ιανουαρίου 1830. Βλέπε υποφάκ. 1.4 του αρχείου.
[7]Ο κόλπος της Νάουσας, παρότι βρίσκεται στο βόρειο μέρος της Πάρου, είναι ένα μεγάλο, φυσικό, κλειστό και ασφαλές λιμάνι. Υπήρξε αγκυροβόλι των πειρατών του Αιγαίου και ναύσταθμος του ρωσικού στόλου στα Ορλωφικά, όπου περίπου 100 πλοία είχαν τη βάση τους το διάστημα 1770-1775.
* * *
Φωτο: FAOS / Lifo 17.3.2015